Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
τάραχος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾰ
]
c.
ταραχή,
Xén.
An.
1, 8, 2 ;
Cyr.
7, 1, 32 ;
Œc.
8, 10
.