Ταύρειος

ταυρελάτης

ταύρεος
ταυρ·ελάτης, ου () [] cavalier thessalien habile à chasser et à terrasser le taureau, Anth. 9, 543 ; Hld. 10, 30.
Étym. ταῦρος, ἐλαύνω.