ταυρόφθογγος

ταυροφόνος

ταυροφόρος
ταυρο·φόνος, ος, ον, qui tue un taureau ou des taureaux, Pd. N. 6, 69 ; Orph. H. 14, 2 ; Anth. 11, 60 ; Thcr. Idyl. 17, 20.
Étym. τ. πεφνεῖν.