ταὐτοκλινής

ταὐτολογέω-ῶ

ταὐτολογία
ταὐτο·λογέω-ῶ, redire la même chose, Pol. 1, 1, 3 ; 1, 79, 7 ; Str. 554.
Étym. ταὐτολόγος.