ταὐτολόγος

ταὐτόματον

ταὐτομήκης
ταὐτόματον, ου (τὸ) [] ce qui se produit spontanément ; ἀπὸ ταὐτομάτου, Thc. 6, 36 ; Plat. Euthyd. 282c, spontanément.
Étym. contr. p. τὸ αὐτόματον.