Τάξακις

ταξιαρχέω-ῶ

ταξιάρχης
ταξιαρχέω-ῶ, commander une compagnie ou un bataillon, Ar. Pax 444 ; Thc. 8, 92 ; Xén. Mem. 3, 1, 5, etc.
Étym. ταξιάρχης.