ταξιάρχης

ταξιαρχία

ταξίαρχος
ταξι·αρχία, ας () commandement d’une cohorte ou d’un bataillon, Arstt. Pol. 6, 8, 15 ; Polyen 3, 9, 10.
Étym. ταξίαρχος.