τέχνιον

τεχνιτεία

τεχνίτευμα
τεχνιτεία, ας () [] habileté à travailler, habileté, Hippoloch. (Ath. 130a) ; Epic. (DL. 10, 93) ; Sext. M. 5, 86.
Étym. τεχνιτεύω.