τεχνογραφικός

τεχνογράφος

τεχνοδίαιτος
τεχνο·γράφος, ος, ον [] auteur d’un traité sur un art (grammaire, rhétorique, etc.) Arstt. Rhet. Al. 1, 17 ; DH. Lys. 24.
Étym. τέχνη, γράφω.