τεχνολογέω-ῶ

τεχνολογία

τεχνολογικῶς
τεχνολογία, ας () traité ou dissertation sur un art, exposé des règles d’un art, Cic. Att. 4, 16 ; Plut. M. 514a ; Sext. P. 2, 205, etc.
Étym. τεχνολόγος.