τειχοφυλακτέω-ῶ

τειχοφύλαξ

τειχύδριον
τειχο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] gardien des fortifications, Hdt. 3, 157 ; Plut. M. 694c.
Étym. τ. φύλαξ.