τέκμαρσις

τεκμαρτέος

τεκμαρτός
τεκμαρτέος, α, ον, vb. de τεκμαίρομαι, Arét. Cur. m. acut. 1, 1 ; au neutre, Hpc. Off. 746.
Étym. v. τεκμαίρω.