τεκνοδαίτης

τεκνόεις-οῦς

τεκνοκτονέω-ῶ
τεκνόεις-οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν, qui a des enfants, Soph. Tr. 308 dout.
Étym. τέκνον.