τεκτονεύω

τεκτονία

Τεκτονίδης
τεκτονία, ας () art du charpentier ou du menuisier, Th. H.P. 5, 7, 6 ; Anth. 15, 14 ||
E Ion. -ίη, Anth. l. c.
Étym. τέκτων.