Τεκτονίδης

τεκτονικός

τεκτονόχειρ
τεκτονικός, ή, όν, de charpentier, Plat. Epin. 975b, etc. ; subst. ἡ τεκτονική (s. e. τέχνη) Xén. Œc. 1, 1 ; Plat. Prot. 324e, etc. l’art du charpentier ou du menuisier ; τὸ τεκτονικόν, Plat. Crat. 416d, m. sign. ; ὁ τεκτονικός, Xén. Mem. 1, 1, 7 ; Plat. Rsp. 443, etc. le charpentier ou le menuisier.
Étym. τέκτων.