τελειογονία

τελειογόνος

τελειοκαρπέω-ῶ
τελειο·γόνος, ος, ον, qui enfante à terme, qui produit un fruit ou un rejeton mûr, Arstt. G.A. 4, 4, 9.
Étym. τέλειος, γίγνομαι.