Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τελειοκαρπέω-ῶ
τελειοποιός
τέλειος
τελειο·ποιός,
ός, όν,
qui rend parfait,
Naz.
2, 27
c
.
Étym.
τέλειος, ποιέω
.