τελεοδρόμος

τελεοκαρπέω-ῶ

τελεόμηνος
τελεο·καρπέω-ῶ, c. τελειοκαρπέω, Th. H.P. 4, 8, 8 ; etc.
Étym. τέλεος, καρπός.