Τελεσίας

τελεσιδρόμος

τελεσικαρπέω-ῶ
τελεσι·δρόμος, ος, ον, dont la course est achevée, c. à d. accompli, parfait, Anon. (Stob. Ecl. 1, 274).
Étym. τελέω, δρόμος.