τεμαχιστός

τεμαχίτης

τεμαχοπώλης
τεμαχίτης, ου () [ᾰῑ] poisson bon à être dépecé et salé, Eub. (Ath. 340d) ; Alciphr. 3, 5.
Étym. τέμαχος.