τενθρήνιον

τενθρηνιώδης

τενθρηνώδης
τενθρηνιώδης, ης, ες, percé de trous, comme les alvéoles d’un guêpier, Démocr. (El. N.A. 12, 20 conj.).
Étym. τενθρήνιον, -ωδης.