τεραμότης

τεράμων

τέρας
τεράμων, ον, gén. ονος [] tendre, facile à cuire, Th. H.P. 8, 8, 6 ; C.P. 3, 21, 3 ; 4, 12, 1, etc. ; Plut. M. 701d ||
Cp. -ονέστερος, Th. C.P. 5, 6, 12.
Étym. cf. τέρην.