τέρας

τερασκόπος

τέρασμα
τερα·σκόπος, ος, ον, c. τερατοσκόπος, Pd. P. 4, 357 ; Eschl. Ch. 551, Eum. 62 ; Soph. O.R. 605, etc.
τερα·σκόπος, ος, ον, c. τερατοσκόπος, Pd. P. 4, 357 ; Eschl. Ch. 551, Eum. 62 ; Soph. O.R. 605, etc.