τερεϐινθίζω

τερεϐίνθινος

τερέϐινθος
τερεϐίνθινος, η, ον [θῐ] de térébinthe ou de térébenthine, Xén. An. 4, 4, 13 ; Diosc. 1, 50 ; 5, 39 ; subst. ἡ τερεϐινθίνη (s. e. ῥητίνη) Diosc. 4, 154, etc. la térébenthine.
Étym. τερέϐινθος.