Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Τερπιάδης
τερπικέραυνος
τέρπνιστος
τερπι·κέραυνος,
ος, ον
[
ῐ
] qui aime la foudre,
ép. de Zeus,
Il.
1, 419 ;
Hés.
O.
52
.
Étym.
τέρπω, κεραυνός
.