Τερψίας

τερψίμϐροτος

τερψίνοος
τερψί·μϐροτος, ος, ον, qui charme ou réjouit les mortels, Od. 12, 269, 274 ; Hh. Ap. 411 ; Orph. Arg. 1052.
Étym. τέρπω, βροτός.