τέσσαρα

τεσσαράϐοιος

τεσσαρακαίδεκα
τεσσαρά·ϐοιος, ος, ον [ᾰᾰ] du prix de quatre bœufs, Il. 23, 705.
Étym. τέσσαρες, βοῦς.