τεσσαρακαίδεκα

τεσσαρακαιδεκάδωρος

τεσσαρακαιδεκέτις
τεσσαρα·καιδεκάδωρος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] de quatorze palmes, Anth. 6, 114.
Étym. τ. κ. δ. δῶρον.