τεσσαρακονταετής

τεσσαρακονταετία

τεσσαρακονταετίς
τεσσαρακονταετία, ας () [ᾰᾰᾰ] durée de quarante ans, DH. 2, 58 ; Phil. 2, 175.
Étym. τεσσαρακονταετής.