τεσσαρακαιδεκέτις

τεσσαρακονθήμερος

τεσσαράκοντα
τεσσαρακονθ·ήμερος, ος, ον [ᾰᾰ] de quarante jours, Hpc. Progn. 42, etc.
Étym. τεσσαράκοντα, ἡμέρα.