Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τεθρήμερον
τεθριπποϐάμων
τεθριπποϐάτης
τεθριππο·ϐάμων,
ονος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾱ
]
c. le suiv.
Eur.
Or.
988
.