τετραχοινικός

τετράχοος-ους

τετραχορδικός
τετρά·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui contient quatre χόες (v. χοῦς), environ treize litres, Hédyl. (Ath. 473a) ; subst. ὁ τ. mesure de quatre χόες, Geop. 9, 10.
Étym. τ. χοῦς.