τετραγώνως

τετραδακτυλιαῖος

τετραδάκτυλος
τετραδακτυλιαῖος, α, ον [τρᾰῠ] long, large ou épais de quatre doigts, Diosc. 1, 84 ; Sext. M. 10, 156.
Étym. τετραδάκτυλος.