τετραέλικτος

τετραέλιξ

τετραένης
τετρα·έλιξ, p. contr. τετράλιξ, ικος () [ῐκ] sorte de plante épineuse, Th. H.P. 6, 4, 4.
Étym. τ. ἕλιξ.