τετραϐόειος

τετράγηρυς

τετραγλώχιν
τετρά·γηρυς, υος (ὁ, ἡ) [] à quatre voix, en parl. d’un instrument à quatre cordes, Terpandr. (Str. 618).
Étym. τ. γῆρυς.