τετραγωνικός

τετραγωνισμός

τετραγωνοπρόσωπος
τετραγωνισμός, οῦ () [] quadrature, Arstt. An. 2, 2, 2 ; Plut. M. 607e ; en parl. du cercle, Arstt. An. post. 1, 9, 1 ; Soph. el. 11, 3.
Étym. τετραγωνίζω.