τετρακαιδεκαέτις

τετράκερως

τετράκι
τετρά·κερως, ως, ων, gén. ωτος [] à quatre cornes, Anth. App. 1, 95 ; Opp. C. 2, 378 ||
E Acc. sg. τετράκερων, Anth. l. c. ; acc. pl. τετράκερως, El. N.A. 17, 10.
Étym. τ. κέρας.