τετράκις

τετρακισμύριοι

τετρακισχίλιοι
τετρακισ·μύριοι, αι, α [ᾰῡ] quarante mille, Xén. Cyr. 2, 1, 5 ; Arstt. Mund. 3, 13.
Étym. τετράκις, μύριοι.