τετρακοτυλιαῖος

τετρακότυλος

τετρακτύς
τετρα·κότυλος, ος, ον [ᾰῠ] de quatre cotyles (un peu plus de cinq litres) Théophile com. (Ath. 472d) ; Alex. (Ath. 484c).
Étym. τ. κοτύλη.