τετρακτύς

τετράκυκλος

τετράκωλος
τετρά·κυκλος, ος, ον [] à quatre cercles ou roues, Il. 24, 324 ; Hdt. 1, 188 ; 2, 63 ; Hpc. Aër. 291 ||
E [] Od. 9, 242.
Étym. τ. κύκλος.