τετραπρόσωπος

τετράπτερος

τετραπτερυλλίς
τετρά·πτερος, ος, ον, à quatre ailes, Soph. fr. 27 ; Arstt. H.A. 1, 5, 12 ; P.A. 4, 6, 3.
Étym. τ. πτερόν.