τετρασσάριον

τετραστάδιος

τετραστάτηρος
τετρα·στάδιος, ος, ον [τᾰ] de quatre stades, Str. 369 ; subst. τὸ τετραστάδιον, Str. 325, longueur de quatre stades.
Étym. τ. στάδιον.