τέτρημαι

τετρήμερος

τέτρηνα
τετρ·ήμερος, ος, ον, qui dure quatre jours, Arstt. Pol. 3, 15, 4 ; adv. τετρήμερον, Anth. 15, 40, 5, pour quatre jours.
Étym. τ. ἡμέρα.