τετρώϐολος

τετρωκοστομόριον

τετρώκοστος
τετρωκοστο·μόριον (τὸ) dor. c. τεσσαρακοστομόριον, la quarantième partie, le quarantième, Archim. p. 123 Bas.
Étym. τετρώκοστος, μόριον.