Τευτίαπλος

τευτλίον

τευτλίς
τευτλίον, ου (τὸ) att. c. σευτλίον, Ar. Ran. 942, fr. 180 ; Th. C.P. 2, 5, 3 ||
E Att. réc. σευτλίον, Diph. (Ath. 371a).