θαλάμη

θαλαμηγός

θαλαμηϊάδης
θαλαμ·ηγός, ός, όν [ᾰᾰ] garni de chambres, d’où subst. ἡ θαλαμηγός, DS. 1, 85 ; Str. 800 ; Ath. 204d ; τὸ θαλαμηγόν, App. Pr. 10, sorte de gondole égyptienne.
Étym. θάλαμος, ἄγω.