θαλαμηϊάδης

θαλαμήϊος

θαλαμηπολέω-ῶ
θαλαμήϊος, α, ον [ᾰᾰ] du lit nuptial, nuptial, Hés. O. 805 ; Poét. (Luc. Conv. 41).
Étym. ion. c. *θαλάμειος, de θάλαμος.