θαλασσοϐίωτος

θαλασσοϐραχής

θαλασσογενής
θαλασσο·ϐραχής, ής, ές [θᾰᾰχ] mouillé d’eau de mer, Antyll. (Orib. p. 183 Matthäi).
Étym. θ. βρέχω.