θαλασσοκρατία

θαλασσοκράτωρ

θαλασσομέδουσα
θαλασσο·κράτωρ, att. θαλαττο·κράτωρ, ορος () [θᾰᾰτ] qui domine sur mer, Hdt. 5, 83 ; Thc. 8, 63 ||
E θαλαττ. Xén. Hell. 1, 6, 2.
Étym. θ. κρατέω.