Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαλασσομέδουσα
θαλασσομέδων
θαλασσόμελι
θαλασσο·μέδων,
οντος
(
ὁ
) [
θᾰ
] maître de la mer,
Nonn.
D.
21, 95
.
Étym.
θ. μέδων
.